εννοικάτορας

εννοικάτορας
ἐν(ν)οικάτορας και νοικάτορας, ο (Μ) [ενοικήτωρ > ενοικάτωρ]
1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον
2. ενοικιαστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”